- κἀφαγιστεύσας
- ἐφαγιστεύσᾱς , ἐφαγιστεύωaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφαγιστεύω — ἐφαγιστεύω και δ. αν. ἀφαγιστεύω (Α) τελώ τις καθορισμένες τελετές, τη λατρεία που έχει καθοριστεί από τα ιερά έθιμα («κἀπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁγιστεύω* «ιερουργώ, εξαγνίζω»] … Dictionary of Greek